τεντόξυλο

τεντόξυλο
το, Ν
το κεντρικό ξύλινο κοντάρι στο οποίο στερεώνεται η τέντα, η σκηνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέντα + ξύλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τεντόξυλο — το το κεντρικό κοντάρι στο οποίο στερεώνεται η τέντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεντοδόκαρο — το, Ν το τεντόξυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέντα + δοκάρι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”